- αιρεσιομαχώ
- αἱρεσιομαχῶ (-έω) (Α) [αἱρεσιομάχος]αγωνίζομαι για να επικρατήσει μια αίρεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιρεσιομάχος — αἱρεσιομάχος, ον (Α) αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας αιρέσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἵρεσις + μάχος < μάχομαι. ΠΑΡ. αρχ. αἱρεσιομαχῶ] … Dictionary of Greek